- κουλός
- -ή, -όανάπηρος κατά το ένα ή και τα δύο χέρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουλός — και κουλλός, ή, ό (Μ κουλλός, ή, όν) αυτός που δεν έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια ή αυτός που λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός «χωλός»] … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
ετερόχειρ — ο, η (Α ἑτερόχειρ) 1. αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, ο μονοχέρης, ο κουλός νεοελλ. αυτός που χειρίζεται καλά μόνο το ένα χέρι αρχ. ο αριστερόχειρας, ο ζερβοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χειρ] … Dictionary of Greek
κολόχειρ — κολόχειρ, ρος, ό, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + χειρ (< χείρ), πρβλ. αριστερό χειρ, μονό χειρ] … Dictionary of Greek
κουζουλός — ή, ό (Μ κουζουλός, ή, ό) 1. τρελός, ζουρλός 2. κουλός, ανάπηρος στο ένα ή και στα δύο χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυπριακό τ. κούζα «στάμνα χωρίς χέρι» + κατάλ. ουλός (πρβλ. στρουμπ ουλός). Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. κουλλός… … Dictionary of Greek
κουλαίνω — και κουλλαίνω [κουλός] 1. κάνω κάποιον κουλό, ανάπηρο στα χέρια («κουλάθηκε στον πόλεμο») 2. χτυπώ το χέρι κάποιου και τόν κάνω να παραλύσει από τον πόνο («τού έριξε το βιβλίο πάνω στο χέρι και τόν κούλανε») … Dictionary of Greek
κουλαμάρα — και κουλλαμάρα, η 1. η κατάσταση τού κουλού 2. μτφ. αδεξιότητα ή νωθρότητα στη χρήση τών χεριών («κουλαμάρα έχεις και κάνεις συνεχώς ζημιές;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουλός + κατάλ. αμάρα (πρβλ. μουγγ αμάρα, σαχλ αμάρα)] … Dictionary of Greek
κουτσοχέρης — α, ικο 1. αυτός που έχει κομμένο ή κομμένα χέρια ή έχει αναπηρία στα χέρια, κουλοχέρης, κουλός 2. (το ουδ.) (για σκεύος) αυτό που τού λείπει η λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης, απλο χέρης] … Dictionary of Greek
μονόχειρ — ο, η, αρσ. και μονόχειρας (ΑΜ μονόχειρ) αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, κουλοχέρης, κουλός, μονοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χειρ (πρβλ. αδικό χειρ, μαλακό χειρ)] … Dictionary of Greek
πηρόχειρ — ο, η, Ν αυτός που πάσχει από πηροχειρία, κουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + χειρ, χειρός «χέρι» (πρβλ. αυτό χειρ)] … Dictionary of Greek